ἐπισημαινομένων

ἐπισημαινομένων
ἐπισημαίνω
mark
pres part mp fem gen pl
ἐπισημαίνω
mark
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συριστικός — ή, ό Ν [συρίζω (Ι)] 1. αυτός που σφυρίζει 2. αυτός που παράγει ήχο όμοιο με σφύριγμα («το συριστικό σ») 3. φρ. α) «συριστικά σύμφωνα» γραμμ. τα σύμφωνα σ, ζ και ξ β) «συριστικοί σημαντήρες» ναυτ. σημαντήρες για την επισήμανση αβαθών, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”